Σίγουρα όλοι κάποια στιγμή στη ζωή μας έχουμε ακούσει το τραγούδι “Γενέθλια” από τον Νότη Σφακιανάκη.
Το κομμάτι ωστόσο δεν το πρωτοτραγούδησε ο Σφακιανάκης, αλλά ο Στέλιος Μπικάκης.
Το 2000, ο Στέλιος Μπικάκης, κάνει ένα καθαρά λαϊκό δίσκο, την ”Φυγή”. Πωλείται στην Κρήτη, εδώ τον γνωρίζουν, εδώ είναι το κοινό του. Αυτό το κοινό, ξεχωρίζει ένα τραγούδι μελαγχολικό, θλιμμένο, πονεμένο, τα “Γενέθλια“.
Ελάχιστοι γνωρίζουν τότε, πως πρόκειται για μια κραυγή, για ένα μοιρολόι συναισθημάτων προσωπικής ιστορίας του στιχουργού και ερμηνευτή.
Ο ίδιος αποκάλυψε την ιστορία του τραγουδιού σε συνέντευξη του στα “Ρεθεμνιωτικα Νέα” :
”Την περίοδο που κυκλοφορούσε ο δίσκος μου Νυχτέρια, και πήγαινε πάρα πολύ καλά, αρρωσταίνει το παιδί που είχαμε αποκτήσει, ένα αγοράκι, από μια σπάνια αρρώστια. Ένα παιδί στο εκατομμύριο μπορεί να χτυπηθεί απ’ αυτήν την αρρώστια. Το χάσαμε. Ενάμιση χρόνο περάσαμε μια περίοδο πολύ δύσκολη με την γυναίκα μου την Αμαλία. Σ’αυτήν την δύσκολη φάση της ζωής μου, αποτυπώνω στο χαρτί εκείνα που είχα μέσα μου. Γράφω σε στίχους τα συναισθήματα μου. Δεν τους ολοκληρώνω σε τραγούδι. Μετά από κάποιο διάστημα,τυχαίνει να πεθάνει κι ο πατέρας μου, τότε συμπηρώνω και ολοκληρώνω σε τραγούδι τους στίχους. Το 2000 το έβαλα στον δίσκο. Έτσι γεννήθηκαν τα ”Γενέθλια” που αγαπήθηκαν τόσο πολύ κι ας μιλούν για θάνατο. Είναι στίχοι βγαλμένοι απ΄την ψυχή μου κι ας βρέθηκαν και τότε κάποιοι να με κατηγορήσουν στεκόμενοι σε μια λέξη μόνο, στην λέξη πουτ@@@. Αρέσει σε όλους. Στα νέα παιδιά, σε μεγαλύτερους, σε γιαγιάδες που αυτό με συγκινεί περισσότερο”.
4 χρόνια μετά, το τραγούδι συμπεριλήφθηκε στο άλμπουμ του Νότη Σφακιανάκη με τίτλο “Με αγάπη ό,τι κάνεις“.
Γενέθλια – Στέλιος Μπικάκης (Στίχοι)
“Στα μονοπάτια του καημού
στη γέφυρα του στεναγμού
μ’ έκαν’ η μάνα μου
Μια φθινοπωρινή βραδιά,
ζωή την κρύα σου καρδιά
είδαν τα μάτια μου
Με κουδουνίστρες πλαστικές
όμορφες και χρωματιστές
με νανουρίζανε
Και τα ματάκια τα μικρά
είδαν του κόσμου τ’ αγαθά
και συμφωνήσανε
Ήταν το γάλα μου πικρό
και το νεράκι μου γλυφό
που με μεγάλωνε
Κι απέναντι στη κούνια μου,
η μοίρα η κακούργα μου
και με καμάρωνε
Ήταν το κλάμα μου μουντό
σαν κάτι να `θελα να πω,
μα δε με νιώσανε
Μια λυπημένη αναπνοή
για την πουτάνα τη ζωή
που μου χρεώσανε
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
δε με ρωτήσανε ζωή, μα σε συνήθισα
Σαν πληγωμένο αετόπουλο στο χώμα,
ψάχνω τη δύναμη να κρατηθώ ακόμα
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν, έτσι ξεκίνησα,
άλλα μου δείξανε και άλλα εγώ αντίκρισα
Θεέ μου κι ας ήξερα ποια μέρα θα πεθάνω
και του θανάτου μου γενέθλια να κάνω
Πάνω σε λάσπες και καρφιά
στ’ άδικου κόσμου τη φωτιά πρωτοπερπάτησα
Ισορροπία σταθερή
για να προλάβω τη ζωή,
όμως την πάτησα
Μονό το “α” και το “χ”
στη σχολική μου εποχή
πρωτοσυλλάβισα
Γι αυτό το “αχ” και το “γιατί”
όπου βρεθώ μ’ ακολουθεί
κι ας τριαντάρισα
Έτσι περνούσε ο καιρός
και γω στο δρόμο μου σκυφτός
έκανα όνειρα
Έτυχε να `μαι απ’ αυτούς
που κολυμπάνε στους αφρούς
και στα λασπόνερα
Στάζει το αίμα της ψυχής,
σαν τις σταγόνες της βροχής
όμως ποιος νοιάζεται
Και την αόρατη πληγή
που μέσα μου αιμορραγεί
ποιος τη μοιράζεται
Έτσι ξεκίνησα λοιπόν…”
Σχόλια