Μια από πιο σημαντικές φυσιογνωμίες της ρεμπέτικης και λαϊκής μουσικής σκηνής ήταν ο Βασίλης Τσιτσάνης. Ο δεξιοτέχνης του μπουζουκιού γεννήθηκε και πέθανε την ίδια ημερομηνία. Σαν σήμερα 18 Ιανουαρίου του 1915 ήρθε στη ζωή ένας από τους πιο βασικούς συντελεστές διάδοσης του ρεμπέτικου, ενώ ανήμερα των γενεθλίων του, το 1984, άφησε την τελευταία του πνοή.

Δείτε μερικές από τις πιο σημαντικές στιγμές της ζωής και της καριέρας του μεγάλου μουσικού που κατάφερε να βάλει διαφορετικό ηχόχρωμα εκείνη την εποχή στο λαϊκό και ρεμπέτικο τραγούδι, το οποίο μπόλιασε με μελωδίες της δύσης και το έβγαλε από το περιθώριο που το είχε θέσει η αστική τάξη και η δικτατορία

Η σφραγίδα του στο ελληνικό πεντάγραμμο παραμένει ανεξίτηλη.

Βασίλης Τσιτσάνης | 10+1 πράγματα για τη ζωή και το έργο του

  1. Γεννήθηκε στα Τρίκαλα της Θεσσαλίας στις 18 Ιανουαρίου 1915. Ο Βασίλης Τσιτσάνης άφησε την τελευταία του πνοή ανήμερα των γενεθλίων του, στις 18 Ιανουαρίου 1984, στο νοσοκομείο «Μπρόμπτον» του Λονδίνου, έπειτα από επιπλοκές μιας εγχείρησης στους πνεύμονες. Μέχρι και λίγες ημέρες πριν από το θάνατό του εμφανιζόταν κανονικά στο «Χάραμα» και δούλευε καινούργια τραγούδια.
  2. Οι γονείς του ήταν Ηπειρώτες κι εκτός από τον Βασίλη είχαν άλλα τέσσερα παιδιά, τρία αγόρια κι ένα κορίτσι.
  3. Το παρατσούκλι του ήταν ”Βλάχος”. Έτσι τον έλεγαν οι φίλοι του επειδή ήταν ο μόνος  ρεμπέτης με στεριανή προέλευση.
  4.  Τα πρώτα ακούσματα του μικρού Βασίλη είχαν επιρροές από τα ”κλέφτικα” τραγούδια, που έπαιζε στο μαντολίνο του, ο, τσαρουχάς στο επάγγελμα, πατέρας του, αλλά και βυζαντινές ψαλμωδίες από την εκκλησία.
  5. Το πρώτο όργανο που έπαιξε ήταν ένα ένα μαντολίνο που ένας οργανοποιός το είχε μετατρέψει σε μπουζούκι, το 1926, ενώ στο γυμνάσιο ξεκίνησε να παίζει βιολί.
  6. Η πρώτη του επαφή με την σκηνή έγινε στα φοιτητικά του χρόνια. Το φθινόπωρο του 1936 κατέβηκε στην Αθήνα για να σπουδάσει Νομική και προκειμένου να συμπληρώσει το εισόδημά του έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο «Μπιζέλια».
  7. Το πρώτο του τραγούδι ήταν το«Σ’ έναν τεκέ μπουκάρανε» (1937). Η «Αρχόντισσα», από τα σπουδαιότερα τραγούδια στην ιστορία της ελληνικής μουσικής, ήταν ένα από τα δεκάδες που ακολούθησαν.  Το εν λόγω κομμάτι το έγραψε στον στρατό και συγκεκριμένα στο πειθαρχείο που περνούσε αρκετές φορές. Την ίδια περίοδο, τραγούδια του, όπως «Να γιατί γυρνώ», «Παλάτια Χρυσοστόλιστα», «Ό,τι κι αν πω δεν σε ξεχνώ» και «Γι’ αυτά τα μαύρα μάτια σου», ερμήνευσαν ο Στράτος Παγιουμτζής, ο Στελλάκης Περπινιάδης, ο Στέλιος Κερομύτης, αλλά και ο Μάρκος Βαμβακάρης.
  8. Στη Θεσσαλονίκη θα γνώρισε τη σύζυγό του, τη Ζωή Σαμαρά, με την οποία θα αποκτήσει δύο παιδιά, τη Βικτωρία και τον Κώστα. Τα χρόνια της Κατοχής τα περνά στη Θεσσαλονίκη, όπου ανοίγει ένα δικό του κουτούκι, το «Ουζερί Τσιτσάνη», στην οδό Παύλου Μελά 22. Παράλληλα, γράφει ορισμένες από τις μεγάλες επιτυχίες του («Αχάριστη», «Μπαξέ τσιφλίκι», «Τα πέριξ», «Νύχτες μαγικές», «Ζητιάνος της αγάπης», «Ντερμπεντέρισσα», «Συννεφιασμένη Κυριακή»), που θα ηχογραφήσει μετά τον πόλεμο, όταν θα ανοίξουν και πάλι τα εργοστάσια δίσκων.
  9. Το 1946 κατεβαίνει ξανά στην Αθήνα. Το τέλος του εμφυλίου σημαίνει ταυτόχρονα και την πλήρη αποδοχή του Βασίλη Τσιτσάνη. Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ‘50 μεσουρανεί στο μουσικό στερέωμα. Μερικά από τα τραγούδια αυτής της περιόδου είναι τα: «Χωρίσαμε ένα δειλινό», «Όμορφη Θεσσαλονίκη», «Αντιλαλούνε τα βουνά», «Καβουράκια», «Ξημερώνει και βραδιάζει».
  10. Μερικοί από τους τραγουδιστές που ανέδειξε στο πλάι του ήταν οι: η Μαρίκα Νίνου, η Σωτηρία Μπέλλου και ο Πρόδρομος Τσαουσάκης. Ακόμα, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, ο Πάνος Γαβαλάς, ο Μανώλης Αγγελόπουλος, η Καίτη Γκρέυ, η Πόλυ Πάνου, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Σταμάτης Κόκοτας κ.ά. ερμηνεύουν τα διαχρονικά τραγούδια του: «Ίσως αύριο» (1958), «Τα λιμάνια» (1962), «Τα ξένα χέρια» (1962), «Μείνε αγάπη μου κοντά μου» (1962), «Κορίτσι μου όλα για σένα» (1967), «Με παρέσυρε το ρέμα» «Απόψε στις ακρογιαλιές» (1968), «Κάποιο αλάνι» (1968), «Της Γερακίνας γιος» (1975), «Δηλητήριο στη φλέβα» (1979).
  11. Το 1980, με πρωτοβουλία της ΟΥΝΕΣΚΟ, ηχογραφείται ένας διπλός δίσκος με τίτλο «Χάραμα», όπως λεγόταν το μαγαζί στο οποίο ο Τσιτσάνης εμφανιζόταν τα τελευταία 14 χρόνια της καριέρας και της ζωής του. Σ’ αυτό το δίσκο παίζει μία σειρά από κλασικά του τραγούδια, αλλά και πολλά αυτοσχεδιαστικά κομμάτια στο μπουζούκι. Με την έκδοσή του στη Γαλλία, το 1985, παίρνει το βραβείο της Μουσικής Ακαδημίας «Σαρλ Γκρο». Όμως, στο μεταξύ, ο κορυφαίος δημιουργός έχει φύγει για πάντα…

Βασίλης Τσιτσάνης

Σχόλια