Ρίκα Βαγιάνη: Οι κόντρες με διευθυντές, η επιθυμία να γίνει ξανθιά, η σπεσιαλιτέ της και η αρρώστια
14/08/2018 στις 11:42Η Ρίκα Βαγιάνη από τα μάτια της Μαριλένας Φραγκιάδη:
Η Ρίκα Βαγιάνη από τα μάτια της Μαριλένας Φραγκιάδη
«Της χτύπησα την πόρτα ένα κρύο και σκοτεινό μεσημέρι του Νοεμβρίου, πάνε τώρα δυο-τρεις ζωές πίσω. Με καμιά δεκαριά αυτοσχέδια κείμενα στην τσάντα, ένα πτυχίο στην επικοινωνία και ένα μωρό στο σπίτι, ήμουν αποφασισμένη να κάνω καριέρα στη δημοσιογραφία. Δεν ήταν η πρώτη πόρτα που χτυπούσα, αλλά ήταν η πρώτη που άνοιξε. Cosmopolitan, 1992.
Εκείνη, παρότι λίγα χρόνια μεγαλύτερή μου, ήταν ήδη φτασμένη και καταξιωμένη στο χώρο. Την γνώριζα εξ αποστάσεως, από τις εμφανίσεις της στο γυαλί, στο “Πρωινό Παράθυρο” του Mega κι η αμεσότητά της δεν μου έκανε εντύπωση. Αυτό που μου έκανε εντύπωση ήταν το πόσο ψιλή και λεπτή ήταν, το πόσο ζεστά χαμογελούσε και το πόσο απλά και ξεκάθαρα εκφραζόταν. Αυτά για αρχή.
“Και να θυμάσαι, μην χρησιμοποιείς πολλές σύνθετες λέξεις, για να μας διαβάζει και καμιά βοηθός φαρμακοποιού”, μου είχε πει μ’ ένα κλείσιμο του ματιού. Μ’ αυτή τη φράση ν’ αντηχεί στ’ αυτιά μου κι ένα πλατύ χαμόγελο στο στόμα, έκλεισα πίσω μου την πόρτα του περιοδικού, περιχαρής για το ότι είχα εξασφαλίσει το πρώτο μου άρθρο.
Ξαναγύρισα πολλές φορές και κάθε φορά ερχόμασταν πιο κοντά, μέχρι που έγινα μέρος της καθημερινότητά της. Σε εντελώς άλλη φάση η κάθε μια μας τότε, αλλά με μια κοινή οπτική της ζωής, μέσα στα επόμενα χρόνια ζήσαμε πολλά.
Γνώρισα την οικογένειά της, τους κολλητούς της και τον σκύλο της -ένα γλυκύτατο γκριφόν με τρίχα άγρια και σκληρή σαν το σύρμα για τις κατσαρόλες- γεύτηκα τη σπεσιαλιτέ της, κριθαράκι με κρέας στην κατσαρόλα –ναι, μαγείρευε καλά κι ας μην το παραδεχόταν- και μοιράστηκα μαζί της τις αγωνίες μου και τις δικές της.
Μεταξύ μας, κανένα θέμα δεν ήταν ταμπού. Από τα πιο κοριτσίστικα, μαλλιά και νύχια, μέχρι τα πιο σοβαρά, όπως η πολιτική και η θρησκεία, όλα έπεφταν στο τραπέζι, συχνά στην ίδια συνάντηση κι εκείνη τα χειριζόταν όλα εξίσου άνετα, πάντα με μια δόση χιούμορ και συχνά αυτοσαρκασμού. “Κρυφή μου επιθυμία είναι να γίνω ξανθιά” μου εξομολογήθηκε μια μέρα, “και θα το έκανα, αλλά το δέρμα μου δεν μπορεί να το στηρίξει”.
Εντωμεταξύ εκείνη είχε φύγει από το περιοδικό, αλλά πολύ γρήγορα θα συνεργαζόμασταν ξανά σε κανάλια, σε άλλα έντυπα κι αργότερα στο ίντερνετ, μ’ εμένα αρχισυντάκτριά της για ένα φεγγάρι. Περάσαμε πρεμιέρες και λανσαρίσματα, προσλήψεις κι απολύσεις. Ακόμα και κάτω από τις πιο αντίξοες συνθήκες, εκείνη παρέμενε πάντα θετική και πρακτική, μεταδίδοντας την αισιοδοξία της ακόμα και στους πιο στριφνούς συνεργάτες.
Έμαθα πολλά για τη δουλειά από εκείνη, όμως το πιο σημαντικό ήταν ο σεβασμός σ’ αυτούς τους συνεργάτες μας, ανεξαρτήτως ιεραρχίας, αλλά ιδιαίτερα στους πιο χαμηλόμισθους. “Να μην ξεχνάς ότι κάποιοι έχουν αλλάξει δύο λεωφορεία για να έρθουν να πιάσουν βάρδια” την είχα ακούσει να αποστομώνει έναν από τους διευθυντές μας που ξαφνικά είχε αποφασίσει ν’ αυξήσει τις απαιτήσεις του ωραρίου και μαζί να κάνει περικοπές.
Τα χρόνια πέρασαν, χανόμασταν και ξαναβρισκόμασταν. Γλεντήσαμε με την καρδιά μας στη δεξίωση του γάμου της που εξελίχθηκε σε ξέφρενο ροκ-πάρτι και λίγο αργότερα με κάλεσε στο σπίτι της για να γνωρίσω τον γιο της, τον Οδυσσέα. Αυτή ήταν μια πλευρά της Ρίκας που μόλις γνώριζα, αλλά που θα διαπίστωνα ότι χειριζόταν πάλι με την ίδια χάρη, την ίδια δεξιοτεχνία και το ίδιο θάρρος, σαν έτοιμη από καιρό.
Λίγο μετά θα έφευγε για την Αυστραλία ακολουθώντας τον άντρα της στις επαγγελματικές υποχρεώσεις του, ενώ δυο χρόνια αργότερα θα επέστρεφε χωρίς εκείνον -ακόμα μια γενναία απόφαση- για χάρη του παιδιού, για να πάει σχολείο στην Ελλάδα, κοντά στις ρίζες του.
Σίγουρα, η Ρίκα πάντα λάτρευε τα ταξίδια κι είχε γυρίσει τον κόσμο ολόκληρο. Αγαπημένος προορισμός της ωστόσο ήταν μια συγκεκριμένη, απόμερη γωνιά της Μυκόνου όπου κατέφευγε συχνά, ιδιαίτερα όταν τα πράγματα σκούραιναν. Όχι, δεν της άρεσε να επιδεικνύει τις πληγές της. Είχε κι εκείνη πληγές, όπως όλοι μας, αλλά ποτέ δεν τις έκανε σημαία.
Αντίθετα, όταν πλάκωναν τα σύννεφα συνήθιζε ν’ αποτραβιέται, μέχρι να βγει ξανά ο ήλιος μέσα της και μια καινούργια μέρα θα χάραζε. Έτσι κι όταν χτύπησε η αρρώστια…
“Περνάω τόσο καλά αυτή την εποχή που έχω την αίσθηση ότι κάποιος θα βρεθεί μπροστά μου και θα με συλλάβει, γιατί δεν γίνεται αυτό” μου είχε αποκαλύψει σε ανύποπτο χρόνο, τότε, δυο τρεις ζωές πριν.
Παρά τη λάμψη, τη φήμη και γοητεία της, όλα αυτά τα χρόνια παρέμενε πάντα προσγειωμένη, ακομπλεξάριστη και γήινη με έναν σκανδαλιστικά αξιολάτρευτο τρόπο. Ήταν η Ρίκα, η Ρίκα Βαγιάννη, ή η Μαρίκα Ζούλα, όπως έγραφε η ταυτότητα.
Φίλοι, γνωστοί και θαυμαστές την αποχαιρετίσαμε για πάντα μια ζεστή και λαμπερή μέρα του Αυγούστου. Μου ήταν -και μου είναι ακόμα- δύσκολο να το χωνέψω.
“Όχι, δεν μπορεί”, σκεφτόμουν την ώρα της κηδείας της. Δεν μπορεί, τώρα θα πεταχτεί επάνω και θα πει, “σας την έσκασα, κούκου”, όπως έγραφε και στο προσωπικό προφίλ της στο Facebook. Όντως μας την έσκασε, αλλά αυτή τη φορά δεν γέλασε κανείς. Ίσως εκείνη, σαν θαρραλέα, να ήταν έτοιμη από καιρό, οι άλλοι εμείς όμως όχι κι ας προσπαθούσε να μας προετοιμάσει με έμμεσους υπαινιγμούς εδώ κι εκεί…
Καλό σου ταξίδι αγαπημένη μου Ρίκα. Θα είσαι στη ζωή μου άστρο φωτεινό»!
*Η Μαριλένα Φραγκιάδη είναι ανεξάρτητη δημοσιογράφος, παραγωγός και σύμβουλος επικοινωνίας.
Σχόλια